- θρυλικός
- η , ό[ν] легендарный, прославленный, славный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρυλικός — ή, ό [θρύλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρύλο, μυθικός, ένδοξος, ηρωικός … Dictionary of Greek
θρυλικός — ή, ό 1. φημισμένος, ένδοξος: Τα θρυλικά κατορθώματα των Ελλήνων. 2. πολύ παλιός, μυθικός: Θρυλική εποχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Οράτιος Κόκλιτος — (6ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος θρυλικός μονόφθαλμος ήρωας της εποχής του πόλεμου μεταξύ Ρωμαίων και Ετρούσκων. Αντιστάθηκε μόνος του στους Ετρούσκους που πολιορκούσαν τη Ρώμη, παγιδεύοντας τους στη γέφυρα Σουμπλίτσιο. Ο θρυλικός μονόφθαλμος ήρωας της… … Dictionary of Greek
Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας … Dictionary of Greek
Pavlos Melas — Pour les articles homonymes, voir Melas. Pavlos Melas par Georgios Jakobides. Pavlos Melas (en grec : Παύλ … Wikipédia en Français
Врацанос, Антонис — Антонис Врацанос (Ангелулис) (греч. Αντώνης Βρατσάνος (Αγγελούλης), 1919 год Лариса (город) 25 ноября , 2008 года Афины) греческий коммунист, один из самых известных диверсантов греческого Сопротивления 1941 1944 гг. (Народно… … Википедия
Митралексис, Маринос — Маринос Митралексис греч. Μαρίνος Μητραλέξης Дата рождения 1920 год(1920) Место рождения … Википедия
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
επικήρυξη — Η προκήρυξη χρηματικής αμοιβής με πράξη της πολιτείας, για τη σύλληψη, την ανακάλυψη ή και τον φόνο προσώπων επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια. Η ε. εκδίδεται στην Ελλάδα με προεδρικό διάταγμα, που προκαλείται από τον υπουργό των Εσωτερικών… … Dictionary of Greek
ηριδανός — I Ονομασία ποταμών κατά την αρχαιότητα. 1. Ποταμός της Αττικής. Πήγαζε από τον Υμηττό και κατέληγε στον Ιλισό. Ο Παυσανίας αναφέρει πως τα νερά του ήταν τόσο ακάθαρτα ώστε τον απέφευγαν ακόμη και τα ζώα. Τμήματα της αρχαίας κοίτης του… … Dictionary of Greek